- γοή
- ηο γόος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
BOJA — I. BOJA apud citimae aetatis Scriptores, compes est aut torques vinctorum. Gloss. Latino Graecae: Κλοιὸς, Boia, Eculeum. Glossar. Anglo Saxon. Aelfrici, Nervi, Baia etc. Sed et iam apud Plautum, invenias in Asinar. Actu. 3. sc. 2. v. 5. Carceres … Hofmann J. Lexicon universale
ορθρογόη — ὀρθρογόη, ἡ (Α) αυτή που θρηνεί κατά την αυγή («ὀρθρογόη Πανδιονὶς ὦρτο χελιδών», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθρος + γόη (< γοῶ)] … Dictionary of Greek
σύγχροτρο — Λέγεται και συγχροτρόνιο. Επιταχυντική διάταξη, η οποία μπορεί να προσδώσει σε σωματίδια και πυρήνες ατόμων υψηλότερες ενέργειες από εκείνες που πετυχαίνονται με άλλους επιταχυντές (από εκατοντάδες μεγαηλεκτρονιοβόλτ MeV έως δεκάδες… … Dictionary of Greek
Κέρτις, Τόνι — (Tony Curtis, Μπρονξ 1925 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού ηθοποιού και παραγωγού του κινηματογράφου Μπέρναρντ Σβαρτς (Bernard Schwartz). Σπούδασε υποκριτική στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Αποτελώντας μια αντιπροσωπευτική φιγούρα γόη… … Dictionary of Greek
γοητεία — η 1. ηιδιότητα του γόη, η σαγήνη: Ορισμένοι ηθοποιοί ασκούν ακαταμάχητη γοητεία στις γυναίκες. 2. μάγεμα, γητειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
b(e)u-1, bh(e)u- — b(e)u 1, bh(e)u English meaning: expr. sound of hitting Deutsche Übersetzung: schallnachahmend for dumpfe Schalleindrũcke, e.g. Uhuruf, dumpfer Schlag among others Material: Pers. būm “owl”; Arm. bu, buēč “owl” (without consonant … Proto-Indo-European etymological dictionary